βραχιονιστήρας

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

ο (Α βραχιονιστήρ)
νεοελλ.
βραχίων
1. τμήμα πανοπλίας, το οποίο καλύπτει τον βραχίονα
2. περιβραχιόνιο
αρχ.
βραχιόλι.