βραχυλόγημα

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Spanish (DGE)

-ματος, τό
ret. concisión τοῦ βραχυλογήματος ... Ὅμηρος παραδίδωσι σαφῆ διδασκαλίαν Tz.H.5.317, cf. 325, Ex.107.18L., 119.1L.