βροτομήτωρ

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

Greek (Liddell-Scott)

βροτομήτωρ: ἡ, ἡ τῶν θνητῶν μήτηρ, γαῖα Θ. Πρόδρ.

Greek Monolingual

βροτομήτωρ, η (Μ)
η μητέρα των ανθρώπων, η Γη.