βροτοφεγγής

English (LSJ)

βροτοφεγγές, giving light to men, αἴγλη AP9.399.

Spanish (DGE)

-ές que ilumina a los mortales αἴγλη AP 9.399.

German (Pape)

[Seite 465] αἴγλη, den Menschen leuchtend, Ep. ad. 597 (IX, 399).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui éclaire les mortels.
Étymologie: βροτός, φέγγος.

Russian (Dvoretsky)

βροτοφεγγής: светящий людям (αἴγλη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

βροτοφεγγής: -ές, ὁ παρέχων εἰς τοὺς ἀνθρώπους φῶς, Ἀνθ. II. 9. 399.

Greek Monotonic

βροτοφεγγής: -ές (φέγγος), αυτός που παρέχει στους ανθρώπους φως, φωτοδότης των ανθρώπων, σε Ανθ.

Middle Liddell

φέγγος
giving light to men, Anth.