φωτοδότης
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
φωτοδότου, ὁ, giver of light, Simp. in Epict.p.13 D.; also φωτοδώτης, voc. -δῶτα, PMag.Par.1.596.
German (Pape)
[Seite 1323] ὁ, der Lichtgeber, wie φωσφόρος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φωτοδότης: -ου, ὁ διδοὺς φῶς, ὡς τὸ φωσφόρος, Συνεσ. Ὕμν. 3. 258, κλπ. ― θηλυκ. -δότις, ιδος, Διονύσ. Ἀρεοπ. σελ. 144.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. φωτοδότρα Ν, και φωτοδώτης και θηλ. φωτοδότις, -ιδος, Α
1. αυτός που δίνει φως, που φωτίζει
2. εκκλ. αυτός που διαφωτίζει την ψυχή και το πνεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -δότης / -δώτης (< δίδωμι), πρβλ. ζωο-δότης, πλουτο-δώτης.