βρουλλοκύπερος
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
Full diacritics: βρουλλοκύπερος | Medium diacritics: βρουλλοκύπερος | Low diacritics: βρουλλοκύπερος | Capitals: ΒΡΟΥΛΛΟΚΥΠΕΡΟΣ |
Transliteration A: broullokýperos | Transliteration B: broullokyperos | Transliteration C: vroullokyperos | Beta Code: broulloku/peros |
ἡ, a kind of κύπερος, Aët.1.132.
-ου, ἡ un tipo de ciprés Aët.1.131.
βρουλλοκύπερος: ὁ, εἶδος κυπέρου, Ἀέτ. 1, σ. 7b, 35.