βυζαστάρι

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

το βυζαστής
1. το βρέφος που θηλάζει ακόμη
2. νεογνό ζώου, νεογέννητο αρνί ή κατσίκι
3. άνθρωπος ανόητος.