βυζαστάρι

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source

Greek Monolingual

το βυζαστής
1. το βρέφος που θηλάζει ακόμη
2. νεογνό ζώου, νεογέννητο αρνί ή κατσίκι
3. άνθρωπος ανόητος.