κατσίκι

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source

Greek Monolingual

το
1. αίγα, γίδα
2. νεαρός γόνος αίγας, ερίφιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. kats. Κατ' άλλους < τουρκ. keci].