βώτριδα

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407

Greek Monolingual

η
ο σκόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. βώτριδα < βρώτιδα < αρχ. βρώτις < βιβρώσκω (πρβλ. βρωτήρ «σκόρος»)].