νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
η
ο σκόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. βώτριδα < βρώτιδα < αρχ. βρώτις < βιβρώσκω (πρβλ. βρωτήρ «σκόρος»)].