γέμα

From LSJ

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source

Greek Monolingual

το (Μ γέμα[ν]) γεύμα
1. το γεύμα
2. το μεσημέρι.