γέρικος

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο μεγάλης ηλικίας, γηραλέος
2. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε γέροντα, ο γεροντικός.