γαλέτα

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

η
1. είδος ψωμιού που έχει ψηθεί δυο φορές, παξιμάδι στρογγυλό ή τετράγωνο
2. ναυτ. το άκρο του καταρτιού σε σχήμα ρόμβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. galletta].