γαλακτοφαγώ

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

γαλακτοφαγῶ (-έω) (Α)
τρέφομαι κυρίως ή αποκλειστικά με γάλα.