γαλατιανός

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. λευκός σαν γάλα, γαλατένιος
2. το θηλ. ως επίθ. «Παναγία η Γαλατιανή (ή Γαλαταριά, Γαλούσα, Γαλατούσα)» — εκείνη που δωρίζει άφθονο γάλα στις γυναίκες που θηλάζουν.