γαστρόπτης

English (LSJ)

γαστρόπτου, ὁ, vessel for cooking sausages, Demioprat.ap. Poll.10.105:—fem. γαστροπτίς IG11(2).161B128 (Delos, iii B. C.), but γαστροποτίς ib. 199B79.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ vasija para cocinar tripas o hacer embutidos, ID 104.142 (IV a.C.), Demioprata en Poll.10.105, Hsch.

German (Pape)

[Seite 476] ὁ, ein Kochgeschirr (zum Bereiten der Magenwürste), Poll. 10, 105.

Greek (Liddell-Scott)

γαστρόπτης: -ου, ὁ, ἴδε ἐν λ. γαστὴρ Ι. 3.

Greek Monolingual

γαστρόπτης, ο (Α)
γάστρα για ψήσιμο φαγητού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ (-στρός) + οπτώ «ψήνω»].