γαστρόφιλος

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source

German (Pape)

[Seite 476] ὁ, Bauchfreund, Schlemmer.

Greek (Liddell-Scott)

γαστρόφιλος: ὁ, φίλος τῆς γαστρός, λαίμαργος, Γρ. Ναζ. 3, 1532A (Migne).

Spanish (DGE)

-ον
amante del vientre, e.e. del buen comer Gr.Naz.M.37.1532A.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α γαστρόφιλος, -ον)
αυτός που αγαπάει την κοιλιά του, ο λαίμαργος.