γαϊδουρινός

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε γάιδαρο ή προέρχεται απ' αυτόν
2. αναιδής, πεισματάρης, πρόστυχος
3. φρ. «γαϊδουρινή υπομονή» ανεξάντλητη και χωρίς διαμαρτυρίες υπομονή.