γαϊδουροδένω

From LSJ

τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure

Source

Greek Monolingual

1. δένω τον γάιδαρο μου από κάπου για να μη φύγει
2. δένω δυνατά
3. εξασφαλίζω κάποια μου υπόθεση.