γδουπώ

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source

Greek Monolingual

(AM γδουπῶ, -έω)
ηχώ βαριά ή υπόκωφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. του δουπώ (< δούπος) με αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα γδ-, που οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (βλ. και λ. γδούπος)].