γελωτολόγος
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Spanish (DGE)
-ον
que hace chistes frívolos, sin substancia, Sent.Ap.p.84.
Greek Monolingual
γελωτολόγος, -ον (Μ)
αυτός που κάνει άσκοπα χωρατά.