γερόλυκος

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319

Greek Monolingual

και γερολύκος, ο
1. γέρικος λύκος
2. (κυρίως για έμπειρους ναυτικούς) όποιος έχει γεράσει μέσα σε κινδύνους.