γερόλυκος

From LSJ

Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät

Menander, Monostichoi, 311

Greek Monolingual

και γερολύκος, ο
1. γέρικος λύκος
2. (κυρίως για έμπειρους ναυτικούς) όποιος έχει γεράσει μέσα σε κινδύνους.