γεωειδής

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

-ές
1. ο γεώδης
2. το ουδ. ως ουσ. το γεωειδές
η επιφάνεια της μέσης στάθμης τών θαλασσών που προεκτείνεται νοητά κάτω από τις ηπείρους και πρέπει σε κάθε σημείο της να είναι κάθετη προς το νήμα της στάθμης. το γεωειδές προσδιορίζει τη μορφή της γης για τη γεωδαισία.