γεώδης
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
γεῶδες,
A earth-like, earthy, Pl.Phd. 81c, Hierocl. in CA Praef. p.417 M.; γ. καὶ ἄλιθον with deep soil, X.An.6.4.5, al.; τὸ γ. Arist. GA753a25, 782b22; τὸ γεωδεστερον ib.751b3; γ. φῦλον Aristid.Or.43(1).14; ἄνθρακες γεωδέστατοι Thphr. HP 5.9.1.
II epithet of certain ζῴδια, Vett.Val.10.11.
Spanish (DGE)
-ες
I 1terroso, perteneciente a la tierra el cuerpo, Pl.Phd.81c, Ax.365e, ἡ τοῦ δέρματος φύσις ὑπόκειται γ. la naturaleza de la piel tiene un substrato terroso Arist.GA 782a29, ὀστᾶ εἰσι σώματα ξηρὰ καὶ γεώδη Gal.19.368, γ. τροφή alimento que produce la tierra D.Chr.12.30, ἰός Hierocl.in CA proem.5, la composición de los astros, Ach.Tat.Intr.Arat.11
•subst. τὸ γ. elemento terroso Arist.GA 753a25, τὸ γεωδέστερον τὴν τοῦ σώματος παρέχεται σύστασιν la parte terrosa provee la consistencia material del cuerpo Arist.GA 751b3
•terrestre γ. φῦλον Aristid.Or.43.14, τὸ γ. πᾶν ῥέπει ἐπὶ τὴν γῆν todo lo terrestre se inclina hacia la tierra M.Ant.9.9, cf. Plot.3.6.6.
2 constituido por tierra, de tierra abundante dicho de un suelo fértil, X.An.6.4.5, χείριστοι δὲ τούτων (τῶν ἀνθράκων) οἱ δρύϊνοι· γεωδέστατοι γάρ Thphr.HP 5.9.1, βουνώδεις καὶ γεώδεις τόποι Plb.2.15.8 (γαιώ- cód.), cf. 5.24.4, γεώδη ὄρη Philostr.VA 6.23
•que tiene tierra en su composición γάλα μὴ καθαρόν, ἀλλὰ γ. Hp.Morb.4.55, οὐσία de las aguas malas que contienen materia terrosa, Gal.17(2).161, cf. 303, τὸ γ. ὄστρεον Porph.Sent.29
•subst. τοῦ κρημνοῦ τὸ γ. X.Eph.4.2.6
•fig. de la tierra op. ‘del espíritu’ γ. τὸ αἰσθητήριον Plu.2.625c, del alma impura, Plot.1.6.5, τὸ γ. σκῆνος la morada terrenal del cuerpo como tabernáculo del alma, Gr.Naz.M.35.953C, cf. Gr.Nyss.M.44.1145B.
II astrol. terrestre de algunos signos del zodíaco, Vett.Val.7.3, 10.3, Cat.Cod.Astr.8(1).262.
III λίθος γ. piedra terrosa difícil de identificar, Dsc.5.150, Paul.Aeg.7.3 p.238, Gal.12.206, Plin.HN 36.140.
German (Pape)
[Seite 488] ες, erdartig, = γεοειδής, Plat. Phaed. 81 c u. öfter Sp., s. γαιώδης.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 semblable à de la terre, terreux;
2 tout en terre, terreux.
Étymologie: γῆ, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γεώδης -ες [γῆ, εἶδος aarde-achtig:; γεῶδες καὶ ἄλιθον met aarde en zonder stenen Xen. An. 6.4.5; subst. n. plur.: περιολισθήσεις τῶν γεωδῶν slipsporen in de aarde Plut. Cam. 26.2.
Russian (Dvoretsky)
γεώδης:
1 землеобразный, имеющий природу земли (ψυχή Plat.; σωματώδης καὶ γ. Arst.);
2 состоящий из земли, земляной (τὸ ὄρος γεῶδες καὶ ἄλιθον Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
γεώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος τῇ γῇ, χωματώδης, Πλάτ. Φαίδ. 81C· γ. καὶ ἄλιθον, ἔχον βάθος γῆς, πολὺ χῶμα (πρβλ. βαθύγεως), Ξεν. Ἀν. 6. 4, 5, κ. ἀλλ.· τὸ γ. Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 3. 2, 17., 5. 3, 15, κ. ἀλλ.· τὸ γεωδέστερον αὐτόθι 3. 1, 31, κ. ἀλλ.· ἄνθρακες γεωδέστατοι Θεόφρ. Ι. Φ. 5. 9, 1.
Greek Monolingual
-ες (AM γεώδης, -ες) [[γέα, γη]]
1. αυτός που έχει τη σύσταση ή το χρώμα του εδάφους, χωμάτινος
2. ο χωματώδης, εκείνος που έχει πολύ χώμα
αρχ.-μσν.
ο γήινος, ο σχετικός με τη σάρκα και τα εγκόσμια, σε αντίθεση με τον ουράνιο, τον πνευματικό («γεώδη φρονήματα καταλέλοιπας, πολιτείαν οὐράνιον, μάρτυς, εὑράμενος»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. γεώδες, το
μάζες ορυκτών, με στρογγυλό ή κυλινδρικό ή δισκοειδές ή ακανόνιστο σχήμα και μέγεθος πατάτας μέχρι και κεφαλής ανθρώπου, οι οποίες γεμίζουν κοιλότητες διαφόρων πετρωμάτων
αρχ.
αυτός που μοιάζει στη σύσταση με χώμα και τρίβεται ή κονιορτοποιείται εύκολα.
Greek Monotonic
γεώδης: -ες (γῆ, εἶδος), αυτός που μοιάζει στη γη, γήινος, χωματώδης, σε Πλάτ.· αυτός που έχει βάθος γης, πολύ χώμα, σε Ξεν.