γεωφυσικός

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεωφυσική
2. το αρσ. ως ουσ. ο γεωφυσικός
ο επιστήμονας που ασχολείται με τη γεωφυσική.