γιγαντόχειρ
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Greek (Liddell-Scott)
γῐγαντόχειρ: ειρος, ὁ, ὁ χεῖρας Γίγαντος ἔχων, Μανασσ. Χρον. 106.
Greek Monolingual
γιγαντόχειρ, ο, η (Μ)
αυτός που έχει μεγάλα χέρια, όμοια με του γίγαντα.