γιούλι

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

το
ονομασία διαφόρων αρωματικών φυτών (βιολέτα, μενεξές, μανουσάκι, ζουμπούλι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιούλι, υποκοριστικό του αρχ. ίον].