γλεντώ
Greek Monolingual
(-άω) και γλεντίζω
1. διασκεδάζω τρώγοντας και πίνοντας με χορούς και τραγούδια, είμαι σε γλέντι
2. μτφ. αισθάνομαι ευχαρίστηση με κάτι («γλεντάω τη μοναξιά μου», «εσύ γλεντάς με τα καμώματα της», Βάρναλ.)
3. (μτβ.) προσφέρω ευχαρίστηση σε κάποιον («το μονοπάτι μ' έβγαλε στην κόρη που μέ γλένταγε», δημοτικό τραγούδι)
4. απολαμβάνω κάποιον ή κάτι πέρα για πέρα («την εγλέντησα τη ζωή μου»)
5. διασκεδάζω ζωηρά («το γλεντήσατε χθες όλη μέρα»)
6. διασκεδάζω ερωτικά με γυναίκα («τήν εγλέντησε καλά καλά κι έπειτα τήν παράτησε»)
7. κατασπαταλώ χρήματα σε διασκεδάσεις, ασωτεύω («όσα βγάζει τά γλεντά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το γλεντώ είναι μεταπλασμένος τ. ενεστώτα αντί γλεντίζω από τον αόρ. εγλέντισα, που συνέπιπτε ακουστικώς προς τον αόρ. σε -ησα ενεστωτικών τύπων σε -ώ- (πρβλ. σκορπίζω > σκορπώ). Ο τ. γλεντίζω < τουρκ. eğlenmek].