γλυκοκοιμίζω

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

κοιμίζω κάποιον (κυρίως παιδί) γλυκά με νανούρισμα ή παραμύθια.