γλωσσοκαθαριστής

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

ο
(σκωπτικά) αυτός που καθαρίζει τη γλώσσα, ο καθαρευουσιάνος.