γλωσσοκοπανώ

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

(-άω) και γλωσσοκοπανίζω
1. φλυαρώ
2. αυθαδιάζω
3. συκοφαντώ.