γλωσσολογία
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
locuacidad, facilidad de palabra ἡ δὲ γ. τῶν τὰ πρόσκαιρα τῶν αἰωνίων προαιρουμένων Procop.Gaz.M.87.1321D.
Greek Monolingual
η
η επιστημονική μελέτη της γλώσσας όχι μόνο με βάση τις μαρτυρίες γραπτών κειμένων και μέσα στο πλαίσιο της συναφούς λογοτεχνίας και πολιτισμού αλλά κυρίως με την προφορική μορφή τών γλωσσών και τα προβλήματα που εμφανίζει η ανάλυσή τους.