γλωσσολογία Search Google

From LSJ

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
locuacidad, facilidad de palabra ἡ δὲ γ. τῶν τὰ πρόσκαιρα τῶν αἰωνίων προαιρουμένων Procop.Gaz.M.87.1321D.

Greek Monolingual

η
η επιστημονική μελέτη της γλώσσας όχι μόνο με βάση τις μαρτυρίες γραπτών κειμένων και μέσα στο πλαίσιο της συναφούς λογοτεχνίας και πολιτισμού αλλά κυρίως με την προφορική μορφή τών γλωσσών και τα προβλήματα που εμφανίζει η ανάλυσή τους.