γλωσσομάθεια
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
η
η γνώση ξένων γλωσσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλωσσομαθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Γρ. Γ. Παπαδόπουλο].