γλωσσομανία
From LSJ
Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft
Greek (Liddell-Scott)
γλωσσομανία: ἡ, μανία πρὸς τὸ ὁμιλεῖν, ἀκράτεια περὶ τὸ λαλεῖν, Τατιαν. 3, 812Α.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
charlatanería, verborrea παραιτησάμενος ... γλωσσομανίαν ἐπὶ τὸ ζητεῖν τὸ κατ' ἀλήθειαν ... τρέψεται Tat.Orat.3.
Greek Monolingual
η (Α γλωσσομανία)
νεοελλ.
το να συζητάει κανείς μετά μανίας γλωσσικά ζητήματα
αρχ.
η τάση κάποιου να μιλάει συνεχώς, η ακατάσχετη φλυαρία.