γλωσσομανία
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
Greek (Liddell-Scott)
γλωσσομανία: ἡ, μανία πρὸς τὸ ὁμιλεῖν, ἀκράτεια περὶ τὸ λαλεῖν, Τατιαν. 3, 812Α.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
charlatanería, verborrea παραιτησάμενος ... γλωσσομανίαν ἐπὶ τὸ ζητεῖν τὸ κατ' ἀλήθειαν ... τρέψεται Tat.Orat.3.
Greek Monolingual
η (Α γλωσσομανία)
νεοελλ.
το να συζητάει κανείς μετά μανίας γλωσσικά ζητήματα
αρχ.
η τάση κάποιου να μιλάει συνεχώς, η ακατάσχετη φλυαρία.