Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γλωσσομανία

From LSJ

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381

Greek (Liddell-Scott)

γλωσσομανία: ἡ, μανία πρὸς τὸ ὁμιλεῖν, ἀκράτεια περὶ τὸ λαλεῖν, Τατιαν. 3, 812Α.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
charlatanería, verborrea παραιτησάμενος ... γλωσσομανίαν ἐπὶ τὸ ζητεῖν τὸ κατ' ἀλήθειαν ... τρέψεται Tat.Orat.3.

Greek Monolingual

η (Α γλωσσομανία)
νεοελλ.
το να συζητάει κανείς μετά μανίας γλωσσικά ζητήματα
αρχ.
η τάση κάποιου να μιλάει συνεχώς, η ακατάσχετη φλυαρία.