γλωσσονόμος

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489

Greek Monolingual

ο
αυτός που περιγράφει τους νόμους οι οποίοι διέπουν τη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + νόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Παναγ. Κοδρικά].