γλωσσονόμος

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που περιγράφει τους νόμους οι οποίοι διέπουν τη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + νόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Παναγ. Κοδρικά].