γλωσσοπύρσευτος

From LSJ

Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.

Τhucydides, 2.40.1

Greek (Liddell-Scott)

γλωσσοπύρσευτος: -ον, ὁ ἔχων εἶδος πεπυρσευμένων γλωσσῶν, Ἰω. Δαμ. 1, 680.

Greek Monolingual

γλωσσοπύρσευτος, -ον (Μ)
αυτός που έχει σχήμα πύρινων γλωσσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + πυρσεύω «βάζω φωτιά, καίω, πυρπολώ»].