γλωσσοπύρσευτος

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek (Liddell-Scott)

γλωσσοπύρσευτος: -ον, ὁ ἔχων εἶδος πεπυρσευμένων γλωσσῶν, Ἰω. Δαμ. 1, 680.

Greek Monolingual

γλωσσοπύρσευτος, -ον (Μ)
αυτός που έχει σχήμα πύρινων γλωσσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + πυρσεύω «βάζω φωτιά, καίω, πυρπολώ»].