γλύκιστος

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

French (Bailly abrégé)

Sp. de γλυκύς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλύκιστος superl. van γλυκύς.