γνησιοδίδακτος

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503

Greek (Liddell-Scott)

γνησιοδίδακτος: -ον, γνησίως δεδιδαγμένος, Ἰω. Χρυσόστ. 8, 487.

Spanish (DGE)

-ον
bien enseñado, bien conocido προσκυνήσωμεν τὸν ἅγιον βλαστόν, καὶ γνησιοδίδακτον ... σταυρόν Chrys.M.62.751.

Greek Monolingual

γνησιοδίδακτος, -ον (Α)
αυτός που έχει διδαχθεί την ορθή διδασκαλία της Εκκλησίας.