γνησιοδίδακτος
From LSJ
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
Greek (Liddell-Scott)
γνησιοδίδακτος: -ον, γνησίως δεδιδαγμένος, Ἰω. Χρυσόστ. 8, 487.
Spanish (DGE)
-ον
bien enseñado, bien conocido προσκυνήσωμεν τὸν ἅγιον βλαστόν, καὶ γνησιοδίδακτον ... σταυρόν Chrys.M.62.751.
Greek Monolingual
γνησιοδίδακτος, -ον (Α)
αυτός που έχει διδαχθεί την ορθή διδασκαλία της Εκκλησίας.