γνώθω

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

γνώθω)
νιώθω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τον αόρ. έγνωσα του ρ. γιγνώσκω κατά το σχήμα έκλωσα-κλώθω.