γοητρίς

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187

Greek (Liddell-Scott)

γοητρίς: -ίδος, ἡ, μάγισσα, Γρηγόρ. Νύσσ. 2, 108β (Migne).

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
hechicera Gr.Nyss.Engast.102.2 (cód.), pero cf. γοητίς.

Greek Monolingual

γοητρίς, η (Α) γόης
η μάγισσα.