γονύκοιλος

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82

Greek Monolingual

ο
άλογο που έχει κοίλο γόνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + κοίλος. Η λ. γονύκοιλος (ίππος) μαρτυρείται από το 1890 στον Γεώργιο Πιλάβιο].