γονύκοιλος

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source

Greek Monolingual

ο
άλογο που έχει κοίλο γόνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + κοίλος. Η λ. γονύκοιλος (ίππος) μαρτυρείται από το 1890 στον Γεώργιο Πιλάβιο].