γουρουνότριχα

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source

Greek Monolingual

η
τρίχα χοίρου (κυρίως από τη ράχη), η οποία χρησιμοποιείται ως βελόνα από τους τσαγκάρηδες.