γραμμιστός

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γραμμιστός Medium diacritics: γραμμιστός Low diacritics: γραμμιστός Capitals: ΓΡΑΜΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: grammistós Transliteration B: grammistos Transliteration C: grammistos Beta Code: grammisto/s

English (LSJ)

γραμμιστή, γραμμιστόν, chequered, Eust.852.11.

Spanish (DGE)

-ή, -όν listado, a rayas Eust.852.11.

Greek Monolingual

γραμμιστός, -ή, -όν (Μ) γραμμή
αυτός που είναι διαιρεμένος με τετράγωνα.