γραμμοποίκιλτος

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Greek Monolingual

-η, -ο (Α γραμμοποίκιλος, -ον)
στολισμένος με γραμμές.