γραφομετρία

From LSJ

Greek Monolingual

η
1. μέτρηση τών διαστάσεων της γραφής για την πιστοποίηση της ταυτότητας ή της διαφοράς δύο γραφικών χαρακτήρων
2. καταμέτρηση επιφανειών με το γραφόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γραφή + -μετρία, αντιδάνειο της Ελληνικής
πρβλ. γαλλ. graphometrie].