γραφοφόρος
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
Greek Monolingual
γραφοφόρος, ο (Μ)
ταχυδρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γραφή + -φορος (< φέρω)].
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
γραφοφόρος, ο (Μ)
ταχυδρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γραφή + -φορος (< φέρω)].