γριπώδης
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
Greek Monolingual
-ες
αυτός που παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της γρίπης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γρίπη. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Αντώνιο Ε. Παπαδάκη].