γριπώδης

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

-ες
αυτός που παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της γρίπης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γρίπη. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Αντώνιο Ε. Παπαδάκη].