γυάλισμα
From LSJ
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
Greek Monolingual
το γυαλίζω
1. στίλβωση, λουστράρισμα
2. στιλπνότητα.
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
το γυαλίζω
1. στίλβωση, λουστράρισμα
2. στιλπνότητα.