γυαλιστερός

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187

Greek Monolingual

-ή, -ό γυαλιστός
1. στιλπνός, λαμπερός
2. λουστραρισμένος, στιλβωμένος.