γυιοκόρος

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

German (Pape)

[Seite 508] f. L. für γυιοβόρος Hes. O. 66.

Russian (Dvoretsky)

γυιοκόρος: относящийся к украшению тела (Hes. - v. l. к γυιοβόρος).