γυμνοκώλης

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

-α, -ικο
1. αυτός που έχει γυμνά οπίσθια, ο πίθηκος
2. ρακένδυτος, κουρελής
3. αυτός που δεν έχει περιουσία
4. (για γυναίκα) αυτή που δεν έχει προίκα.