γυμνοκώλης

From LSJ

Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach

Menander, Monostichoi, 243

Greek Monolingual

-α, -ικο
1. αυτός που έχει γυμνά οπίσθια, ο πίθηκος
2. ρακένδυτος, κουρελής
3. αυτός που δεν έχει περιουσία
4. (για γυναίκα) αυτή που δεν έχει προίκα.